- αδικητής
- οαυτός που κάνει την αδικία: Έρχεται κάποια ώρα και πληρώνει ο αδικητής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδικητής — wronger masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικητής — ο (Α ἀδικητής) [ἀδικῶ] αυτός που διαπράττει αδικία, που αδικεί, ο άδικος … Dictionary of Greek
ἀδικηταί — ἀδικητής wronger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικητήν — ἀδικητής wronger masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία … Dictionary of Greek
μικραδικητής — μικραδικητής, ὁ (Α) αυτός που διαπράττει μικρά, ασήμαντα αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ἀδικητής] … Dictionary of Greek